γίγαρτο

γίγαρτο
το (AM γίγαρτον)
ο μικρός πυρήνας, το κουκούτσι τού σταφυλιού
||αρχ. πληθ. τα σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό δημώδη όρο με αναδιπλασιασμό. Αμφισβητείται ο συσχετισμός του με τα λατ. grānum «κόκκος» και νέο άνω γερμανικό Korn, ενώ είναι πολύ πιθανό να πρόκειται για τ. του προελληνικού υποστρώματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”