- γίγαρτο
- το (AM γίγαρτον)ο μικρός πυρήνας, το κουκούτσι τού σταφυλιού||αρχ. πληθ. τα σταφύλια.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό δημώδη όρο με αναδιπλασιασμό. Αμφισβητείται ο συσχετισμός του με τα λατ. grānum «κόκκος» και νέο άνω γερμανικό Korn, ενώ είναι πολύ πιθανό να πρόκειται για τ. του προελληνικού υποστρώματος].
Dictionary of Greek. 2013.